- μπλόκο
- μπλόκο, το και μπλόκος, ο(λ. ιταλ.), αποκλεισμός, περικύκλωση, εμπόδιο: Έπεσα σε μπλόκο της τροχαίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπλόκο — το και μπλόκος, ο αποκλεισμός τής εξόδου, περικύκλωση, πολιορκία («το μπλόκο τής Κοκκινιάς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. blocco < αρχ. γερμ. *blok (βλ. λ. μπλόκ)] … Dictionary of Greek
2010–2011 Greek protests — Part of the European sovereign debt crisis and the impact of the Arab Spring[1][2] … Wikipedia
μπλοκάρω — 1. κάνω μπλόκο, αποκλείω τη διέξοδο, πολιορκώ, περικυκλώνω 2. (σχετικά με χρήματα) δεσμεύω («μπλοκάρουν τις καταθέσεις») 3. (συν. το μέσ.) (για συσκευή ή μηχάνημα) δυσλειτουργώ λόγω παρεμβολής ή παύω να λειτουργώ λόγω εμπλοκής (α. «το τηλέφωνο… … Dictionary of Greek
Νίκαια — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη του μυθικού ηγεμόνα της Βιθυνίας, Σαγγάριου και της θεάς Κυβέλης. Σύμφωνα με την παράδοση, καθώς λουζόταν στις όχθες του ποταμού Σαγγάριου, την είδε ο θεός Διόνυσος και την ερωτεύτηκε. Μετέτρεψε το νερό της πηγής… … Dictionary of Greek
Nea Ionia (Attika) — Gemeinde Nea Ionia Δήμος Νέας Ιωνίας … Deutsch Wikipedia
Nikea (Attika) — Stadtgemeinde Nikea (1934–2010) Δήμος Νίκαιας (Νίκαια) … Deutsch Wikipedia
Manos Katrakis — (Μάνος Κατράκης), né le 14 août 1908 à Kastelli Kissamos, dans le département de La Canée et mort le 3 septembre 1984, est un acteur grec de théâtre et de cinéma. Il a joué notamment dans Voyage à Cythère (Taxidi sta Kythira)… … Wikipédia en Français
Катракис, Манос — Манос Катракис греч. Μάνος Κατράκης Дата рождения: 14 августа 1908(1908 08 14) … Википедия
αγροτικά κινήματα και εξεγέρσεις — Γενικά με τον όρο αυτό νοούνται οι μαζικοί και βίαιοι αγώνες που διεξάγει η αγροτική τάξη για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της. Οι αγώνες αυτοί έχουν χαρακτήρα άλλοτε αιφνίδιο, αυθόρμητο και ανοργάνωτο (εξεγέρσεις) και άλλοτε καλύτερα… … Dictionary of Greek
μπλοκάρω — (λ. ιταλ.), μπλόκαρα και μπλοκάρισα, μπλοκαρίστηκα, μπλοκαρισμένος, στήνω μπλόκο, αποκλείω, περικυκλώνω, εμποδίζω: Μπλόκαρα στην κίνηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)